- δοξαριά
- ηη κρούση των χορδών ενός μουσικού οργάνου με το δοξάρι καθώς και ο ήχος που παράγεται: Με τις δοξαριές του καθήλωσε το κοινό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοξαριά — η [δοξάρι] 1. ρίξιμο με τόξο, σαϊτιά 2. το χτύπημα τών χορδών έγχορδου μουσικού οργάνου με τριβή ειδικού τόξου … Dictionary of Greek
δοξάρια — δοξάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκριά — η δοξαριά, τόξευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για συγκεκομμένο τ. τού ουσ. δοξαριά] … Dictionary of Greek
δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… … Dictionary of Greek